|
|
Η λέξη βοηθητικός προέρχεται από τη λατινική λέξη auxilium η οποία σημαίνει βοήθεια. Στα ιταλικά, όπως και στα λατινικά και στις άλλες γλώσσες που προέρχονται από τη λατινική, υπάρχουν δύο βοηθητικά ρήματα: έχω και είμαι. Αυτά τα ρήματα είναι ρήματα που βοηθάνε κυριολεκτικά άλλα ρήματα στους σύνθετους χρόνους. Από τα λατινικά HABĒRE που εξηγεί την προέλευση της ρίζας των ανώμαλων τύπων abb- ή ebb-, και δικαιολογεί την ύπαρξη του –h.
Κλίνεται όπως το avere: Riavère
Παράδειγμα: Ho visto; è venuto
Τα βοηθητικά ρήματα χρησιμεύουν για να σχηματίζουμε τους σύνθετους χρόνους όλων των ρημάτων. Το ρήμα AVERE έχει βοηθητικό το avere: Π.χ. Η Carla φοβήθηκε.
Η κλίση των ιταλικών ρημάτων παρουσιάζει τις κοινές δυσκολίες σε όλες τις νεολατινικές γλώσσες εξαιτίας του μεγάλου πλούτου και της ποικιλίας των ρηματικών τύπων που χρησιμοποιούνται, για αυτό το λόγο αφιερώσαμε κάποιες σελίδες της ιστοσελίδας μας σε αυτό το σημαντικό κεφάλαιο της ιταλικής γλώσσας. |
Ορισμός του Avere |
[a-vé-re]
1. Έχοντας στην κατοχή μας αγαθά; Κατέχουμε κάτι: έχω λεφτά, έχω μηχανή; Κατέχουμε αφηρημένες ποσότητες: έχω φιλίες; Έχω δυσκολία; Το επιχείρημα μπορεί να εννοείται, εάν ακολουθείται από απαρέμφατο που εισάγεται με την πρόθεση da: έχω (κάτι) για να φάω; Με επιχείρημα που το εκφράζει ένα πρόσωπο, υποδεικνύει σωματική κατοχή: ήθελε να έχει αυτή τη γυναίκα με κάθε κόστος.
2. Φοράω κάτι; Φοράω: Η Μαρία σήμερα φοράει παντελόνι.
3. Λαμβάνω, αποκτώ, συλλέγω κάτι: έχω επιτυχία; Έχω νέα; Υφίσταμαι κάτι: έχω ένα ατύχημα; Όταν χρησιμοποιείται στους σύνθετους χρόνους, έχοντας περάσει μια κακή περίοδος: είχα μια κακή ημέρα.
4. Σε συνδυασμό με ένα ουσιαστικό σχηματίζει εκφράσεις που δείχνουν χαρακτηριστικά ή αισθήσεις του υποκειμένου, του οποίου η συγκεκριμένη ή ορισμένη αξία του ίδιου του ουσιαστικού; Η μορφή αυτών των εκφράσεων μπορεί να είναι δύο τύπων: α) το ρήμα ακολουθείται από ένα ουσιαστικό αφηρημένης μορφής: έχω μνήμες, πίστη, πονόδοντο, φόβο, θέλω κάποιον, είμαι είκοσι χρονών; β) το ρήμα ακολουθείται από ένα ουσιαστικό, συγκεκριμένο ή αφηρημένο, που συνοδεύεται από άρθρο: έχω πυρετό, έχω την αίσθηση ότι θα συμβεί κάτι, έχω καλή υγεία.
5. Έχω σχέσεις με κάποιον: έχω μια γυναίκα φίλη; Δείχνω μια συγκεκριμένη συμπεριφορά σε κάποιον ή κάτι: αγαπάω κάποιον.
6. Κρατάω κάτι με ένα σημείου του σώματος ή σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο: έχω ένα στυλό στο χέρι, πολλά ζώα στο σπίτι; Παρουσιάζω κάτι σε ένα ρούχο που φοράω ή ένα μέρος του σώματος: έχω τρύπα στην τσέπη, ελιά στο πρόσωπο; Σε σύνδεση με ένα τοπικό επίρρημα, δείχνει τη σχέση του τόπου μεταξύ των συνομιλητών, που υπονοείται, και κάποιος ή κάτι: έχω δίπλα μου τον γιο.
7. Διατίθεται συγκεκριμένος χρόνος για κάτι: έχω τρεις μέρες για την εργασία; Συχνά με το δεύτερο επιχείρημα που εκφράζεται με φράσεις ( που εισάγονται με το per): έχουμε ένα μήνα για να τελειώσουμε αυτή τη δουλειά.
8 Σε περιφραστικές δομές. Ακολουθείται από την πρόθεση da και το απαρέμφατο του ρήματος, δείχνει την αναγκαιότητα, την ευθύνη για να γίνει μια πράξη που εκφράζεται από το ρήμα που ακολουθεί: σήμερα έχω δουλειά; Έχεις να μου πεις; Επίσης και σε αρνητικές εκφράσεις, όταν σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να γίνει κάτι (εδώ το da ακολουθείται από το che): δεν έχεις παρά να ρωτήσεις |
Συνώνυμα του Avere |
1. Possedere, essere padrone, essere provvisto, essere fornito
2. Tenere
3. (Indumento) Portare, indossare, vestire, calzare
4. (Premio) Ricevere, ottenere, guadagnare, prendere, acquistare, conquistare, entrare in possesso, ricavare, conseguire, trarre |
Contrari di Avere |
1. Mancare, essere sprovvisto
2. Venire privati |
Κλίση του Avere |
ΟΡΙΣΤΙΚΗ |
Η οριστική είναι η κλίση της πραγματικότητας, της σιγουριάς, της αυθεντικότητας και της αντικειμενικότητας. Τα παραπάνω ρήματα χρησιμοποιούνται όταν για αυτό που μιλάμε είναι σίγουρο ή φαίνεται σίγουρο. Μεταξύ όλων των εγκλίσεων, στην οριστική χρησιμοποιείται περισσότερο. |
PRESENTE |
IMPERFETTO |
io ho |
io avevo |
tu hai |
tu avevi |
egli ha |
egli aveva |
noi abbiamo |
noi avevamo |
voi avete |
voi avevate |
essi hanno |
essi avevano |
|
|
PASSATO PROSSIMO |
PASSATO REMOTO |
io ho avuto |
io ebbi |
tu hai avuto |
tu avesti |
egli ha avuto |
egli ebbe |
noi abbiamo avuto |
noi avemmo |
voi avete avuto |
voi aveste |
essi hanno avuto |
essi ebbero |
|
|
TRAPASSATO PROSSIMO |
TRAPASSATO REMOTO |
io avevo avuto |
io ebbi avuto |
tu avevi avuto |
tu avesti avuto |
egli aveva avuto |
egli ebbe avuto |
noi avevamo avuto |
noi avemmo avuto |
voi avevate avuto |
voi aveste avuto |
essi avevano avuto |
essi ebbero avuto |
|
|
FUTURO SEMPLICE |
FUTURO ANTERIORE |
io avrò |
io avrò avuto |
tu avrai |
tu avrai avuto |
egli avrà |
egli avrà avuto |
noi avremo |
noi avremo avuto |
voi avrete |
voi avrete avuto |
essi avranno |
essi avranno avuto |
|
|
CONDIZIONALE |
Η ευκτική δείχνει, πράξεις, τρόπους έκφρασης στους οποίους φαίνεται η πιθανότητα, η οποία εξαρτάται από μια συνθήκη |
PRESENTE |
PASSATO |
io avrei |
io avrei avuto |
tu avresti |
tu avresti avuto |
egli avrebbe |
egli avrebbe avuto |
noi avremmo |
noi avremmo avuto |
voi avreste |
voi avreste avuto |
essi avrebbero |
essi avrebbero avuto |
|
|
CONGIUNTIVO |
Η υποτακτική είναι η έγκλιση της πιθανότητας, της επιθυμίας ή του φόβου, της υποκειμενικής άποψης ή της αμφιβολίας. Χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε υποκειμενικές κρίσεις, δηλαδή προσωπικές. |
PRESENTE |
PASSATO |
che io abbia |
che io abbia avuto |
che tu abbia |
che tu abbia avuto |
che egli abbia |
che egli abbia avuto |
che noi abbiamo |
che noi abbiamo avuto |
che voi abbiate |
che voi abbiate avuto |
che essi abbiano |
che essi abbiano avuto |
|
|
IMPERFETTO |
TRAPASSATO |
che io avessi |
che io avessi avuto |
che tu avessi |
che tu avessi avuto |
che egli avesse |
che egli avesse avuto |
che noi avessimo |
che noi avessimo avuto |
che voi aveste |
che voi aveste avuto |
che essi avessero |
che essi avessero avuto |
|
|
IMPERATIVO |
Η προστακτική είναι η έγκλιση της προσταγής, της πρόσκλησης, της προτροπής, της προειδοποίησης, της επίκλησης |
PRESENTE |
|
abbi
tu |
|
abbia egli |
|
abbiamo noi |
|
abbiate voi |
|
abbiano essi |
|
|
|
INFINITO |
Το απαρέμφατο θεωρείται ένας ρηματικός τύπος μειονεκτικός, ο οποίος δεν έχει πρόσωπο, ούτε εκφράζεται από διαφορετικούς ρηματικούς χρόνους: περιορίζεται πράγματι για να δείξει την πράξη; Μια κοινή άποψη, αόριστη, που μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, σε οποιοδήποτε αριθμό (ενικός ή πληθυντικός) και σε οποιοδήποτε χρόνο. |
PRESENTE |
PASSATO |
avere |
avere avuto |
|
|
PARTICIPIO |
Είναι η έγκλιση που εκφράζει μια υπόθεση ή μια πράξη που αφορά κάποιον ή κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σαν επίθετο. |
PRESENTE |
PASSATO |
avente |
avuto |
|
|
GERUNDIO |
Το γερούνδιο δείχνει πως, με ποιο τρόπο γίνεται μια πράξη σε σχέση με κάποια άλλη, αλλά μπορεί επίσης να δείχνει την αιτία, το χρόνο, το μέσο σε σχέση με αυτό που λέγεται στη φράση από την οποία εξαρτάται. |
PRESENTE |
PASSATO |
avendo |
avendo avuto |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Συμβουλέψου το ημερολόγιο των μαθημάτων, έτσι θα μπορείς να οργανώσεις την διαμονή σου |
|
|
|
|
|
|
Έλεγξε οn – line την ετοιμότητα σου επάνω στην Ιταλική γλώσσα |
|
|
|
|
|
|
Στην σελίδα μας μπορείς να καθορίσεις το κόστος του μαθήματος σου στο Ότραντο |
|
|
|
|
ILS Italian Language School Κεντρικό γραφείο: Vico Antonio Sforza, 18 - 73028 Otranto Lecce) - Italiy Geographic Coordinates: N 40° 09. 184' - E 18° 29. 246' Phone & Fax: +39 0836 805350 - Mobile: +39 329 2956361
Web & E-mail: www.ilsonline.it - info@ilsonline.it
|
|
|
|
|
|
Ανακαλύψτε τις δραστηριότητές μας στο Otranto και στη Σχολή.
>>>ερισσότερα
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Κοινότητα φίλων που απολαμβάνουν να μαθαίνουν ιταλικά από τις εμπειρίες ο ένας του άλλου.
>>>ερισσότερα
|
|
|
|
|